- ηλεκτροδέκτης
- οβιολ., ηλεκτροϋποδοχέας εξειδικευμένο αισθητήριο όργανο ορισμένων ψαριών, ευαίσθητο σε ηλεκτρικά κύματα.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. electroceptor < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-*) + -ceptor < receptor «δέκτης»].
Dictionary of Greek. 2013.